κηροπλαστική

κηροπλαστική
Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία για την κατασκευή αναθηματικών εικόνων, θεϊκών αγαλμάτων και προσωπογραφιών, που τοποθετούνταν στο αίθριο του σπιτιού, καθώς και μικρών αντικειμένων (λουλούδια, καρποί, ζώα), τα οποία ήταν πιο εντυπωσιακά όταν ήταν χρωματισμένα. Ο Λυσίστρατος, αδελφός του γλύπτη Λύσιππου, κατάφερε τον 4o αι. π.Χ. να πλάσει μορφές από κερί και να τις χρησιμοποιήσει ως πρότυπα για τα μοντέλα του. Ο πιο φημισμένος Ρωμαίος κηροπλάστης ήταν ο Κολουμέλλας, ο οποίος μάλιστα περιέγραψε με λεπτομέρειες τις διάφορες μεθόδους της τέχνης. Στον Μεσαίωνα πλάθονταν με κερί τα προπλάσματα των γλυπτών, τα οποία στη συνέχεια περιχύνονταν με χαλκό. Την περίοδο της Αναγέννησης, η κ. διαδόθηκε στην Ιταλία και ιδιαίτερα στη Φλωρεντία, προσφέροντας αξιόλογες προσωπογραφίες μεγάλης φυσικότητας. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το κεφάλι κοριτσιού από κερί στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Λιλ στη Γαλλία, που αποδόθηκε διαδοχικά στον Ραφαήλ, στον Λεονάρντο ντα Βίντσι και σε άλλους καλλιτέχνες. Πολύ αργότερα, τον 18o αι., εμφανίστηκαν τα μουσεία κέρινων ομοιωμάτων ή μουσεία του κεριού, διασημότερα από τα οποία είναι το μουσείο της Μαντάμ Τισό στο Λονδίνο και το μουσείο Γκρεβέν στο Παρίσι, τα οποία προσελκύουν σημαντικό αριθμό επισκεπτών. Στην Ελλάδα, αξιόλογο είναι το μουσείο ελληνικής ιστορίας Π. Βρέλλη, που ιδρύθηκε στα Ιωάννινα το 1983 και φιλοξενεί αναπαραστάσεις ιστορικών γεγονότων. Το μουσείο Γκρεβέν στο Παρίσι φιλοξενεί το κέρινο ομοίωμα του ποδοσφαιριστή Ζενετίν Ζιντάν (φωτ. ΑΠΕ). Το κέρινο ομοίωμα της πριγκίπισσας Ντάιανας στο μουσείο της Μαντάμ Τισό στο Λονδίνο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (Α κηροπλαστική)
βλ. κηροπλαστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηροπλαστική — κηροπλαστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВОСК —    • Cеrа,          ср. κηρός, употреблялся у древних,        1. как письменный материал; им натирали деревянные дощечки, на которых потом писали железным грифелем или stilus, отсюда tabulæ ceratæ;        2. для печатей на письмах и под… …   Реальный словарь классических древностей

  • ceroplástica — (Del gr. keroplastikos.) ► sustantivo femenino ARTE Arte y técnica de modelar la cera. * * * ceroplástica (del gr. «kēroplastikḗ») f. Arte de modelar la cera. ⇒ *Escultura. * * * ceroplástica. (Del gr. κηροπλαστική, f. de κηροπλαστικός, arte del… …   Enciclopedia Universal

  • κηροπλαστικός — ή, ό (Α κηροπλαστικός, ή, όν) [κηροπλάστης] το θηλ. ως ουσ. η κηροπλαστική η τέχνη τού κηροπλάστη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κηροπλάοτη και στην τέχνη του …   Dictionary of Greek

  • κηροποιία — η [κηροποιός] η τέχνη τής κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστική …   Dictionary of Greek

  • ceroplástica — (Del gr. κηροπλαστική, f. de κηροπλαστικός, arte del cerero). f. Arte de modelar la cera …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”